σκληραργίλιο(ν)

σκληραργίλιο(ν)
το дюралюминий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σκληραργίλιο(ν)" в других словарях:

  • σκληραργίλιο — το, Ν (μεταλλ.) λόγια ονομασία τού ντουραλουμινίου, αλλ. σκληραλουμίνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + αργίλιο. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. duralumin] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»